- κισμέτ(ι)
- τοη μοίρα, το πεπρωμένο, το ριζικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kismet < αραβ. kismat].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μινέλι, Βινσέντε — (Vincente Minnelli, Σικάγο 1910 – Καλιφόρνια 1986). Αμερικανός σκηνοθέτης, ηθοποιός και παραγωγός. Μεγαλωμένος σε μια θεατρική οικογένεια και με έμφυτη κλίση στο σχέδιο, ξεκίνησε να εργάζεται από τα εφηβικά του χρόνια στον καλλιτεχνικό χώρο στην… … Dictionary of Greek
πεπρωμένο — το το γραμμένο από τη μοίρα, μοιραίο, τυχερό, γραφτό, ριζικό, κισμέτ: Από το πεπρωμένο του δεν μπορεί να ξεφύγει ο άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)